- φυλακίζεται
- φυλακίζωthrow into prisonpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
Αμάντο, Χόρχε — (Jorge Amado, Ιλιέους, επαρχία Μπάια 1912 – 2001). Βραζιλιάνος μυθιστοριογράφος. Στα πρώτα του έργα (Κακάο, 1933 και Ιδρώτας, 1934)περιγράφονται οι κοινωνικοί αγώνες και οι πολιτικές διεκδικήσεις των εργατών της πόλης και της υπαίθρου. Στα… … Dictionary of Greek
Πάγκαλος, Θεόδωρος — Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός (Σαλαμίνα 1878 – Αθήνα 1952). Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου, πήρε μέρος στην Επανάσταση στο Γουδί (1909), στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 13), στο Κίνημα Θεσσαλονίκης … Dictionary of Greek